- φύσαλος
- φύσαλοςtoad said to puff itself upmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φύσαλος — ὁ, Α 1. είδος βατράχου, για τον οποίο λεγόταν ότι μπορεί να φουσκώσει ώσπου να σκάσει 2. τερατόμορφο ψάρι που μπορεί να φουσκώνει 3. είδος φάλαινας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα αλος (πρβλ. κόκκ αλος, πάσσ αλος)] … Dictionary of Greek
φυσάλου — φύσαλος toad said to puff itself up masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσαλοι — φύσαλος toad said to puff itself up masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύσαλον — φύσαλος toad said to puff itself up masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλαινοπτερίδες — (Balaenopteridae). Οικογένεια κητωδών θηλαστικών της υπόταξης των μυστακοκητωδών. Οι φ. ξεχωρίζουν από τις άλλες φάλαινες γιατί έχουν ραχιαίο πτερύγιο, αυλακώσεις στην κοιλιακή χώρα και οι εφτά τραχηλικοί σπόνδυλοί τους δεν είναι ενωμένοι μεταξύ… … Dictionary of Greek